- φαγιολισμός
- ο, Ν(οικον.) δόγμα για τον τρόπο οργάνωσης μιας επιχείρησης το οποίο διατυπώθηκε από τον Γάλλο μηχανικό Ανρύ Φαγιόλ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. fayolisme από το όν. τού Henri Fayol].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.